- ἐπιστηρίζομαι
- ἐπιστηρίζωcausepres ind mp 1st sgἐπιστηρίζωcausepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστηρίζω — (AM ἐπιστηρίζω) [στηρίζω] 1. στηρίζω κάτι επάνω σε κάτι 2. παθ. επιστηρίζομαι στηρίζομαι, υποστηρίζομαι αρχ. μσν. εξασφαλίζω, επιβεβαιώνω μσν. δείχνω, αποδεικνύω αρχ. 1. κάνω κάτι να στηρίζεται, στερεώνω 2. τοποθετώ επάνω, καθίζω … Dictionary of Greek
ՅԵՆՈՒՄ — (յեցայ, ցի՛ր, ցեալ, յենօղ.) NBH 2 0355 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 11c, 12c, 13c չ. (լծ. թ. էան կէլմէք, տայանմաք ). ἑπαναπαύομαι , ἑπερείδομαι, ἑπιστηρίζομαι, πρόσκειμαι requiesco super, fulcior, innitor, adjaceo եւն. Տալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)